-
1 рукопожатие
рукопожатие с η χειραψία; обменяться \рукопожатиеями ανταλλάσσω χειραψία* * *сη χειραψίαобменя́ться рукопожа́тиями — ανταλλάσσω χειραψία
-
2 рукопожатие
рукопожа́т||иес ἡ χειραψία:обменяться \рукопожатиеиями χαιρετώ μέ χειραψία, ἀνταλλάσσω χειραψία.
См. также в других словарях:
κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
χειροσφίγγω — Ν σφίγγω τα χέρια, ανταλλάσσω χειραψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σφίγγω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1852 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek